Αφού είχαν μαζευτεί όλα τα συμπράγκαλα, ήταν η ώρα της αγγαρείας. Με το που πήραμε τις πρώτες αποσκευές στα χέρια, ξαφνικά είδαμε το κεφαλάκι μπροστά μας. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα – έλα ντε; – ο οποίος με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να του το ζητήσουμε, ήρθε ο έρμος και πήρε από μια βαλίτσα στο κάθε χέρι για να μας βοηθήσει! Δεν μας ζήτησε ούτε χρήματα, ούτε τίποτα, παρά μόνο μας χάρισε επιπλέον κι ένα τεράστιο χαμόγελο! Εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχαμε μαζί μας, ήταν μια συσκευασία με μπισκότα. Χωρίς δεύτερη σκέψη του τα προσφέραμε ως ελάχιστο ευχαριστώ και τον χαιρετήσαμε. Ο άνθρωπος αντί να τα βάλει στην τσέπη και να την “κάνει”, φώναξε δυο βοσκού που ήταν λίγο πιο πέρα, πάνω στον δρόμο, και τα μοιράστηκε μαζί τους! Τελικά ποιος είναι ο πολιτισμένος και ποιος ο μη; Ποιος είναι ο ανεπτυγμένος κόσμος και ποιος ο υπανάπτυκτος; Ερωτήματα που θα με προβληματίζουν για πολύ καιρό… Τις τρεις πρώτες μέρες με κάποιο μαγικό τρόπο, όλο τη σκαπουλάραμε, την τέταρτη όμως έπρεπε να έρθουμε αντιμέτωποι με το πραγματικό Λεσότο. Με τους δύσκολους χωματόδρομους, τις τεράστιες φυτευτές (και όχι μόνο) πέτρες, με τις απότομες ανηφόρες, αλλά κυρίως με αυτό το μεγάλο υψόμετρο, που σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα, έκανε τη βεσπάρα από θηρίο ανήμερο, να φαντάζει με γατάκι ανήμπορο! Το υψόμετρο μπορεί να μην σας ακούγεται και τόσο μεγάλο (στο GPS είδαμε μέχρι και 3.300μ.), αλλά ο συνδυασμός όλων των παραπάνω στοιχείων, και το γεγονός πως η Vespa δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη – δεν είχε τις σωστές ρυθμίσεις στο καρμπιρατέρ, ήταν υπερβολικά φορτωμένη κτλ – ήταν που μας δημιουργούσε τα προβλήματα. Και φυσικά ξέρετε ποιος την πλήρωσε τη νύφη, έτσι; Σωστά μαντέψατε και πάλι. Η νύφη! Η Αλεξάνδρα, που η δόλια έπρεπε σε κάθε μεγάλη ανηφόρα να κατέβει και να περπατήσει ως την κορυφή, και όχι μόνον αυτό, αλλά και να με σπρώξει (τη βέσπα), γιατί αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσω! Βέβαια όλα αυτά τα γνώριζε, τα είχαμε μιλήσει και τα είχαμε συμφωνήσει. Στην τελική, ας μην υπέγραφε! Και οι δύο (η Αλεξάνδρα και η Vespa) πρέπει εκείνη τη μέρα να έφτασαν στα όριά τους! Για εμένα ήταν μια ακόμα βαρετή μέρα, οφείλω να ομολογήσω… Πέρα απ’ την πλάκα, κάποια σημεία ήταν πολύ σκληρά για το μηχανάκι, αφού το καημένο χτυπούσε στις κοτρόνες (έβρισκε το σασί, ο κινητήρας και η εξάτμιση) πιο συχνά κι απ’ τις εμφανίσεις του Αδώνιδος στην τιβί. Σε κάποιο σημείο, κι αφού η Αλεξάνδρα είχε καλύψει τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα με τα πόδια, φτάσαμε σε μια ανηφόρα τόσο απότομη και τόσο κακοτράχαλη, που το βεσπί μουλάρωσε και δεν πήγαινε πουθενά. Εδώ έγινε άλλο ένα τεράστιο θαύμα. Εμφανίστηκε απ’ το πουθενά ο Άγιος Γιαμάχιος ο Ντιτής (μεταμφιεσμένος σε ντόπιο καβάλα σε ένα Yamaha DT) και μ’ ενα μαγικό τρόπο μετέφερε την Αλεξάνδρα και όλα μας τα προικιά στην κορυφή του βουνού στα 3.300 μέτρα! Μεγάλη η χάρη του! Αφού του χτίσαμε ένα εικονοστάσι εκεί πάνω – στην άκρη του δρόμου – και πήραμε και την ευχή του, αρχίσαμε να κατρακυλάμε τρισευτυχισμένοι στις κατηφόρες. Όπως μας είχε πει ο Άγιος, είχαμε πιάσει πάτο (στην προκειμένη περίπτωση κορυφή), είχαμε περάσει τα δύσκολα. Ήμασταν ένα βήμα πριν την ανάπτυξη! Μαλακίες μας είπε. Μάλλον ο Άγιος Αντώνιος ο Μνημονιοκτόνος ήταν, κι όχι ο Γιαμάχιος, αφού τις ίδιες χαζομάρες με το δικό μας τον Αντώνη μας είπε, πως δήθεν είχαμε ξεπεράσει τα δύσκολα, κουλουπού – κουλουπού. Τα πιο δύσκολα δεν τα είχαμε περάσει. Τα πιο δύσκολα ήταν μπροστά μας!